-
1 συμ-φέρω
συμ-φέρω (s. φέρω), 1) zusammentragen, -bringen; ἐς μέσον, Her. 3, 92. 7, 152; ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ' ἀσπίδων ϑεούς, Aesch. Spt. 492; ὑμᾶς δὲ χρὴ 'πὶ τοῖςδε τοῖς πεπραγμένοις πιστοῖσι πιστὰ ξυμφέρειν βουλεύματα, Pers. 520; τοὺς νεκρούς, Xen. An. 6, 2, 9; auch zusammen ertragen, πενίαν, 7, 6, 20. – Pass., mit fut. med., zusammenkommen, -treffen; a) im feindlichen Sinne, an einander gerathen, handgemein werden, kämpfen, συμφερόμεσϑα μάχῃ, Il. 11, 736; συνοισόμεϑα πολεμίζειν, Hes. Sc. 358; συνοισόμενος μεγάλῳ κακῷ, der im Begriff ist, in ein großes Unglück zu gerathen, Her. 6, 50. – b) allgemein, Umgang, Gemeinschaft mit Einem haben, mit ihm umgehen, τινί, Aesch. Spt. 613. Daher – c) übereinkommen, passen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χϑὼν ξυνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240; auch einwilligen, sich Etwas gefallen lassen; auch = mit Einem übereinkommen, übereinstimmen, ἓν τόδε ἴδιον νενομίκασι καὶ οὐδαμοῖσι ἄλλοισι συμφέρονται ἀνϑρώποισι, Her. 1, 173; συμφέρονται δὲ καὶ τόδε ἄλλο Αἰγύπτιοι Λακεδαιμονίοισι, 2, 80; τὰ δ' ἐπίλοιπα τοῦ λόγου συμφέρονται Θηραῖοι Κυρηναίοισι, 4, 154, im Uebrigen stimmen die Th. mit den Kyr. überein; vgl. 2, 44. 4, 13. 6, 59, u. sonst; τῇδε γὰρ συνοίσομαι, Soph. O. C. 647; Soph. braucht so auch das act., ὥςτε συμφέρειν τοῖς κρείσσοσιν, El. 1457, den Mächtigern nachgeben; τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς, Ai. 426, daß mein Name mit meinem Unglück zusammentreffen, damit übereinstimmen werde; u. so ist auch wohl Phil. 623 zu nehmen, σφῷν δ' ὅπως ἄριστα συμφέροι ϑεός, er stimme mit euch überein; vgl. Pflugk Eur. Med. 13; ἐγὼ δὲ τούτοις κατὰ τοῠτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι, ich stimme ihnen nicht bei, Plat. Prot. 317 a; Theaet. 152 e u. oft; αὐτοὶ κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξυνηνέχϑησαν γνώμῃ, ὥςτε ἀπαλλάσσεσϑαι τοῦ πολέμου, Thuc. 4, 64; Sp. gradezu beistimmen, Plut. Symp. 9, 14. – 2) beitragen; ξυνοίσω πᾶν ὅσονπερ ἂν σϑένω, Soph. El. 934; εἴς τι, Her. 3, 92; πρός τι, Isocr. 1, 14; συνήνεγκε τοῖς Ἀϑηναίοις ἐπὶ τὸ ἄμεινον, Andoc. 1, 76; zutragen, bes. συμφέρει, es ist zuträglich, nützlich, es frommt, ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495, καλῶς γ' ἂν ἡμῖν ξυμφέροι ταῠτα, Suppl. 734; παῠρά γ' ὡς ἠπίως ἐννέπειν πρὸς ἄνδρα τόνδε συμφέροι, Soph. El. 1432; ὁποῖον ἄν σοι ξυμφέρ ῃ, γενήσεται, Phil. 655; τὰ συμφέροντα τῶν ἀεὶ λόγων, das Nützliche, 131; ἃ μὴ 'πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα, O. R. 875; ξυμφέρειν ἐπὶ τὸ βέλτιον, Ar. Eccl. 475; καλῶς ξυμφέρει, Ach. 252; u. in Prosa: Her. 8, 87. 9, 37; οὐ γὰρ συμφέρει τοῖς ἄρχουσι φρονήματα μεγάλα ἐγγίγνεσϑαι τῶν ἀρχομένων, Plat. Conv. 182 c, u. oft; γνῶναι τὰ συμφέροντα ἀνϑρώποις εἰς πολιτείαν, Legg. IX, 875 a; οὐδ' ὑμῖν δοκεῖ μοι συμφέρον εἶναι, Xen. An. 5, 9, 26; vgl. Ar. Plut. 49; τὰ τῆς πόλεως ξυμφέροντα, Din. 1, 99; τινί, ib. 111. – 3) intr., sich zutragen, sich ereignen, c. inf., Her. 3, 129. 6, 23. 117. 7, 4 u. oft; συνήνεικε αὐτῇ ἐς εὐτ υχίην γενόμενα, es schlug ihr zum Glück aus, 8, 88; u. eben so pass., συμφέρεσϑαι ἐπὶ τὸ βέλτιον, 7, 8, 1, vgl. 1, 19. 2, 111. 4, 157; συμφέρεται, es trifft sich, begiebt sich, 7, 8, 1; οὐδέν σφι χρηστὸν συνεφέρετο, es erging ihnen nicht gut, 4, 157; αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως, es erging ihm widerwärtig, 4, 156; συμφέρει, es trägt sich zu, 7, 10; παϑήματα ξυνηνέχϑη γενέσϑαι τῇ Ἑλλάδι, Thuc. 1, 23, u. öfter.
См. также в других словарях:
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek